καταμαρτυρώ

καταμαρτυρώ
(AM καταμαρτυρῶ, -έω)
μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ
αρχ.
1. παθ. καταμαρτυροῡμαι, -έομαι
α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου
β) (για μαρτυρία) φέρομαι εναντίον κάποιου
2. βεβαιώνω
3. αστρολ. ασκώ κακή επίδραση σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταμαρτυρώ — καταμαρτυρώ, καταμαρτύρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταμαρτυρώ — και καταμαρτυράω καταμαρτύρησα, καταμαρτυρήθηκα, καταμαρτυρημένος, μαρτυρώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ κάποιον, του υποβάλλω μήνυση: Δεν ακούς πόσα σου καταμαρτυρούν; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταμαρτυρῶ — καταμαρτυρέω bear witness against pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταμαρτυρέω bear witness against pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταμαρτυρέω bear witness against pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταμαρτυρέω bear witness …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταμαρτύρητος — ἀκαταμαρτύρητος, ον (Α) [καταμαρτυρῶ] ο ανεξακρίβωτος …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταμαρτυρία — και καταμαρτυριά, η (AM καταμαρτυρία) [καταμαρτυρώ] μαρτυρία εναντίον κάποιου, μαρτυρική κατάθεση που γίνεται ενώπιον δικαστικής αρχής και η οποία στρέφεται εναντίον κάποιου νεοελλ. μομφή, κατακραυγή, καταλαλιά …   Dictionary of Greek

  • καταμαρτύρηση — η μαρτυρία, κατηγορία εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταμαρτυρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • καταμαρτύρομαι — (Α) καταμαρτυρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαρτύρομαι «καταθέτω ως μάρτυρας»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταμαρτυρώ — έω, Α [καταμαρτυρῶ] μαρτυρώ και εγώ μαζί με άλλον, επιβεβαιώνω και εγώ μαζί με άλλον («ἐν τῷ λόγῳ τοῡτ ἔγραψας, συγκατεμαρτύρησαν δ οἱ μάρτυρες», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”